B
βαρβάτος = το άλογο επιβήτορας (μτφ. για τους άνδρες)
βαρυγκομάω = δυσφορώ , δυσανασχετώ αλλά και καταριέμαι
βάτρα = σπιτιβερβελιά = η κοπριά κατσίκας
βερεσέ = (τουρκ.) οικονομική πίστωση
βετούλι = χρονιάρικο κατσίκι
βιός, το = η περιουσία.
βοϊδοτσεντρίτης = άντρας βλάκας
βούκινο, το = το έμαθε όλος ο κόσμος. ο κόσμος τόχει βούκινο κι εμείς κρυφό καμάρι
βουλιθιά = η κοπριά αγελάδας
βουσούνι = μεγάλο σπυρί, αλλιώς το λέμε καλόγερο
βραγιά = σπορά σε σειρά, το καθένα από τα καλλιεργημένα τμήματα κήπου που είναι φυτεμένος με άνθη ή λαχανικά ·
βρακοζώνι, το = το ζωνάρι που συγκρατούσε το εσώρουχο
βρουβά= Μάτια
βρωμοστύλα = Κάτσε φρόνιμα
βυζανιάρικο, το = αυτό που βυζαίνει ακόμη, το μικρό παιδί