
Ψ
ψυχοπονιάρα (μτφ,) = γυναίκα "εύκολη"
ψυχοπονιέμαι = λυπάμαι, σπλαχνίζουμαι, συμπαθώψωμόλυσσας = αυτός που δεν έχει να φάει,αλλά το λέμε με περιφρονητική έννοια
ψυχοπονιάρα (μτφ,) = γυναίκα "εύκολη"
ψυχοπονιέμαι = λυπάμαι, σπλαχνίζουμαι, συμπαθώ