Μ

 μαγαρισμένο = βρώμικο

μαζόβολος=μικροκαμωμένος
μαμούνα = το μωράκι περπατάει στα τέσσερα
μαναράτσι=μαναράκι
μαντζούνι= πρακτικό θεραπευτικό ρόφημα, γιατροσόφι
μαξιλαρομάνα =η μαξιλάρα στο διπλό κρεβάτι
μαρμάγκα = δηλητηριώδης αράχνη που τρώει λαίμαργα τα θύματά της
μασούρι, το = λεπτό κομμάτι από καλάμι όπου τυλίγουν επάνω νήμα
ματιά,η= το έντερο του γουρουνιού
ματιάζω = ρίχνω τη ματιά μου, το βλέμμα μου, μτφ βασκάνω
μαυρογονατη.....η γρουσουζα
μαυροτσούκαλο = ο πολύ μαυρισμένος από τον ήλιο
μια χεσά τόπος=.ένα μικρό κτηματακι
μισοκούτρουλος= βλαμμένος
μισόχλωρος = τρελλός
μολέρνω = φεύγω (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
Μον μον....ίσα ίσα . Μαμα σε εφτασε το αλεύρι; Ευτυχώς ήρθε μον μον
μονε=όμως
μονάντερος = ο αχόρταγος
μονάντερος. = .ο πολύ αδύνατος.
μόνο - μόνο= λίγο -λίγο, μια ιδέα
μονόχερο=.Αυτό που χωράει η φούχτα
μοσχαναθρεμμένος, -η = καλομεγαλωμένος, -η
μοσχίδα _μικρή σε ηλικία αγελάδα.
μοσχοσάπουνο, το = σαπούνι που μοσχοβολάει.
μουλωχτός, ο = ο μαζεμένος, ζαρωμένος από φόβο η υστεροβουλία
μούργα = το κατακάθι του λαδιού
μουσαφίρης, ο = ο φιλοξενούμενος
μουσκίδι = βρεγμένος πολύ
μουστερής, ο = ο πελάτης
μπαγλαρώνω =αρπάζω, δένω, φυλακίζω
μπαϊλντισα = κουράστηκα
μπάκα = κοιλιά.( Γέμισε η μπάκα του)
μπακίρια, τα = τα σκεύη της κουζίνας που είναι από χαλκό
μπακλαή,η= ο μπακλαβάς
μπαμπακούρι=τα πολλά χρήματα
μπαμπέσης = ο κατεργάρης
μπαξές ο = το περιβόλι, ο κήπος
μπασά = πόρτα,πέρασμα ή πολλοί πελάτες έρχονται μαζεμένοι όλοι μαζί
μπάστακας, ο = μτφ.εκείνος που μένει ενοχλητικά ασάλευτος
μπαστικό= αποθήκη
μπαστουρώνω=.δενω τα δύο σύστοιχα πόδια στο κατσίκι για να μην μπορεί να τρέχει
μπέμπελη = ιλαρά
μπέσα = η αξιοπιστία με βάση τους άγραφους κανόνες και τις αξίες μιας ομάδας ατόμων (ιδιαίτερα σε μικρές κοινωνίες σαν τη δική μας)
μπίθουλας = ο πολύ κοντός ( κοροϊδευτικά)
μπινιώτα = το πυθάρι
μπιτ = καθόλου
μπιτίζω= τελειώνω
μπόσικος = χαλαρός (π.χ. με βρήκε μπόσικο και τού γραψα τ΄αμπέλι )
μπουγιουρντί = κοινοποίηση δυσάρεστου εγγράφου
μπουκαδούρα = φουσκοθαλασσιά
μπουκουνιά = Μπουκιά
μπούλος = ο καρπός του καλαμποκιού
μπουμπουλώνομαι = ντύνομαι πολύ για να αποφύγω γερό κρύο,με σκεπασμένο και το κεφάλι
μπουμπουνίδα=.ο χρυσομπάμπουρας κι ο, τι ήταν έντονα χρωματισμένο
μπουρδουκλώνομαι = μπερδεύομαι
μπούρμπερη = στάχτη, σκόνη (Να γίνει στάχτη και μπούρμπερη)
μπουρμπουλίθρα η = φουσκάλα από αέρα επάνω στο νερό
μπουστούρα=το περιεχόμενο της κοιλιάς
μπούτσης = Σκοτάδι
μπούφλα = Χαστούκι
μπουχός = σκόνη (μεταφορικά: Έγινε μπουχός = εξαφανίστηκε)
μπρακάτσι = χάλκινο δοχείο για μεταφορά υγρών, με μια χειρολαβή που στηρίζεται σε αντιδιαμετρικά στηρίγματα.
μπρέσκα = είδος βατράχου και μεταφορικά ο πολύ χοντρός άνθρωπος
μπροστομούνι, το = η ποδιά της νοικοκυράς.
μπροστοποδιά = γυναικεία ποδιά κουζίνας
μπρούτουλος=γυμνός
μπρουτουλιάστηκα=γδύθηκα
© 2016 ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΚΑΡΥΣΤΟΥ. Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε
Χρησιμοποιούμε τα cookies για να εξασφαλίσουμε την σωστή λειτουργία και ασφάλεια των ιστοσελίδων μας και για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήσης.

Προχωρημένες ρυθμίσεις

Μπορείτε να προσαρμόσετε τις προτιμήσεις σας για τα cookies εδώ. Ενεργοποιήστε ή απενεργοποιήστε τις παρακάτω κατηγορίες και αποθηκεύστε τις επιλογές σας.