Τ

 τα τελειώσανε= δώσανε λόγο,αρραβωνιαστήκανε

ταγάρι, το = σακούλι μάλλινο υφαντό
τάγιο=μεγάλος τσακωμός
ταήλιου = Κακώς του κάκου
τάλε κουάλε = πανομοιότυπος
τάλιαρος = κορμός δένδρου κομμένος , 30 πόντους περίπου, μπροστά στο τζάκι για σκαμπό,αλλά και το ξύλο που κόβουν το κρέας οι χασάπηδες
ταμαχιάρης=αχόρταγος
ταμπλάς = εγκεφαλικό (τούρθε ταμπλάς)
τέντζερης,ο = κατσαρόλα μαγειρέματος
τζάκης,ο= το τζάκι
τζαμιλίκι, το = το τζάμι
τζερεμές = Ο κακοπληρωτής
τζίξε με = άγκιξέ με
τζούνι = Η περίοδος ενός παιχνιδιού
τζουρούνια= κοφτερά βράχια
τζύλωμα = αγκάθι
τζυλώνω=τρυπιέμαι από αγκάθι ή ακίδα
τζώρας = ξεροκέφαλος
τηράω = βλέπω
τι νόησες; = πώς την έχεις δει ;
τίβοτα = τίποτα
του βέτιου = κουτουρού
τουλούμι=το ασκί που κουβάλαγαν τον μούστο ή το κατσικίσιο δέρμα που έβαζαν το τυρί.Εξ ου και τουλουμοτύρι,το καρυστινό τυρί
τουλούπα=το μαλλί που βάζουμε στη ρόκα ,μτφ το τσουλούφι
τουρλώνω = φουσκώνω
τράβα,η= το μεσαίο ξύλο που κρατούσε τα ξύλα της σκεπής
τραβολογάω = σέρνω κάποιον παρά τη θέλησή του
τραζέστης= ένα ξύλινο εργαλείο σε σχήμα ταυ που το χρησιμοποιούσαν στην παρασκευή της μυζήθρας.
τρακάδα,η = μία στοίβα τακτικά τοποθετημένα ομοειδή πράγματα
τρατάρω = κερνάω
τρατάρισμα=το κέρασμα
τράτο,το = το περιθώριο
τρικέρης,ο = ο σατανάς
τρίμα=Η αλατισμένη μυζήθρα από το τουλουμοτύρι
τριβουλιάζω=τρίβω σε ψιλά κομματάκια, ίσως στρογγυλά ( π.χ. τον τραχανά όταν τον απλώνουμε)
τρυγοπάτι=όταν τρύγος και πάτημα των σταφυλιών γίνεται μονοήμερα
τσακουμάκι = αναπτήρας
τσαμούσικο = το ζώο το ατίθασο
τσαμπάσης, ο = ο έμπορος ζώων κυρίως αλόγων
τσάφι = πολύ κρύο ,παγωνιά
τσεμπέρι =γυναικείο μαντήλι κεφαλιού
τσεντρί=το ξύλο που τσεντράνε τα ζώα(άλογο, γαϊδούρι) για να περπατάνε πιο γρήγορα.
τσερέπα= το πίσω μέρος του ξυλόφουρνου
τσικλί = η καλούμπα του αετού
τσικλινάρι =το πολύ αδύνατο παιδί
τσιλιβήθρας = μικροκαμωμένος και ευκίνητος πιτσιρικάς
τσίρλα, η = διάρροια.
τσιτσίδι = γδυτός, ξεβράκωτος
τσιφούρα-τσιφούρισμα = το κρύο ψιλόβροχο
τσιφουρίζει = ψιλοβρέχει
τσίφτης = ξηγημένος, μάγκας
τσος= αυτός
τσούλινδρας = ο κύλινδρος που πατούσαν τις χωμάτινες ταράτσες
τσούπρα = κορίτσι, κοπέλα (στους κτηνοτρόφους μας νεαρή γίδα)
τσουράπια=κάλτσες
τσουρούτικο = Στενό, στενόχωρο , μίζερο
© 2016 ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΚΑΡΥΣΤΟΥ. Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε
Χρησιμοποιούμε τα cookies για να εξασφαλίσουμε την σωστή λειτουργία και ασφάλεια των ιστοσελίδων μας και για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήσης.

Προχωρημένες ρυθμίσεις

Μπορείτε να προσαρμόσετε τις προτιμήσεις σας για τα cookies εδώ. Ενεργοποιήστε ή απενεργοποιήστε τις παρακάτω κατηγορίες και αποθηκεύστε τις επιλογές σας.